Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει τη θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα ήμαστε μονάχα ένας σβόλος χώμα. “Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα”, “το γράμμα που λείπει” με το τέλειο σχήμα. “Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή”, το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ’χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου.
Μετά το Μι που όλα είναι μέλι και μαχαίρι,
Το Έψιλον που είναι έρως και ερημιά,
Το Σίγμα, σώμα και σταυρώθηκα,
Το Θήτα, θάνατος και θαύμα,
Το Άλφα, άλμα και αρχή αέναη,
“Το γράμμα που λείπει” κι όλοι υποψιαζόμαστε· αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα.