Σαράντα πέντε ποιήματα για την άβυσσο της αρχής κι εκείνο το επώδυνο αλλά λυτρωτικό άλγος του κάθε «αρχίζω.
Διότι μ’ αυτά και με τούτα, στενεύει ο κύκλος που ξεκίνησε με μέλι, μαχαίρι και μαμά.
Συνέχισε με ερημιά, έρωτα κι εφηβεία. Έγινε σάρκα και σταυρός και συνουσία και σταύρωση. Συνάντησε το θαύμα μες στο θάνατο και αφουγκράστηκε τον Θεό στη θύελλα.
Αφού θυμήθηκε, όμως, πρώτα. Αργά, επίμονα, βασανιστικά και ηδονικά. Κατόπιν μαγικά, σαν ακροβάτης στο κενό και στο καινό, που αρχίζει πάντα. Κι ό,τι είχε να πει, ίσως τα είπε.
Τουλάχιστον με γράμματα. Διότι όποιος χάνει την αφή του, πάει, χάνεται. Αλλ’ όμως πάλι. . . τίποτα δεν χάνεται .
Μονάχα ξαναρχίζει. Πάλι και πάλι. Σαν σπείρα ανοίγοντας τον κύκλο προς το άπειρο.