“Ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε πει κάτι που ενόχλησε τους διψομανείς της εξουσίας: “Είμαι και θα είμαι πάντα με το μέρος των πιο αδύναμων”.
Αυτή η φράση μου ‘ρχόταν και μου ξαναρχόταν στην καρδιά όταν διέτρεχα τις σελίδες απ’ το “Διπλό ταξίδι” της Ακακίας. Η Ακακία γράφει γιατί θέλει να ‘ναι πάντα με το μέρος των πιο αδύναμων. Με το μέρος των πιο ταπεινών, των πιο σιωπηλών, των πιο παραμερισμένων.
Στο “Διπλό ταξίδι” υπάρχει ένας άντρας μέσης ηλικίας, που αρχίζει ένα διπλό ταξίδι, φυγής και νοσταλγίας. Σηκώνεται απ’ τα συντρίμμια του βίου του και φεύγει ταξίδι προς τα πίσω. Όλα τα πιασίματα που δίνουν κουράγιο, έχουν θρυμματιστεί, κι αρχίζει να ονειρεύεται το παρελθόν του, και η νοσταλγία να ποτίζει το αίμα του με το φονικό άρωμά της.
Ο ταξιδιώτης πρέπει να γυρίσει πίσω. Εκεί που μόνο εκεί υπήρξε ευτυχισμένος και πλήρης κάποτε. Εκεί που η παιδική του ματιά πρωτοθαμπώθηκε από έναν αθώο κόσμο. Στον δικό του απωλεσθέντα παράδεισο, στο Αραπογιάλι. Παιδικά χρόνια κι Αραπογιάλι, μαυλιστικά τον καλούν να επιστρέψει. Θα τον γλιτώσουν απ’ την ορφάνια, την προδοσία, την ανία. Απ’ της ζωής του την απέραντη αποτυχία θα τον σώσουν.
Η τραγωδία σπέρνεται γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν ποθεί μόνο ένα ταξίδι στον τόπο. Ποθεί πιο πολύ ένα ταξίδι στον χρόνο.
Όμως, ο χρόνος είναι άσπλαχνος. Τις πόρτες που σφάλισε δεν καταδέχεται να τις ξεκλειδώσει κι όποιος κάνει να ορμήσει στο παρελθόν του, θα τσακιστεί σαν να ορμά πάνω σε καθρέφτες”.
(Μάρω Βαμβουνάκη)